κῶμος

κῶμος
κῶμος, ,
A revel, carousal, merry-making,

εἰς δαῖτα θάλειαν καὶ χορὸν ἱμερόεντα καὶ ἐς φιλοκυδέα κ. h.Merc.481

, cf. Thgn.829, 940;

πίνειν καὶ κώμῳ χρᾶσθαι Hdt.1.21

, cf. E.Alc.804, etc.;

κῶμοι καὶ εὐφροσύναι B.10.12

;

δεῖπνα καὶ σὺν αὐλητρίσι κῶμοι Pl.Tht.173d

;

ἑορταὶ καὶ κ. Id.R.573d

; ἐν κώμῳ εἶναι, of a city, X.Cyr.7.5.25;

ἔρχεσθαί τισιν ἐπὶ κῶμον Id.Smp.2.1

;

ἐπὶ κῶμον βαδίζειν Ar.Pl.1040

; esp. in honour of gods, τοῖς ἐν ἄστει Διονυσίοις ἡ πομπὴ . . καὶ ὁ κ. Lexap.D. 21.10, cf. IG2.971, etc.; κώμῳ θυραμάχοις τε πυγμαχίαισι Pratin.Lyr. 1.8;

χοροῖς ἢ κώμοις Ὑακίνθου E.Hel.1469

(lyr.).
2 concrete, band of revellers,

κ. εὐίου θεοῦ Id.Ba.1167

(lyr.); esp. of the procession which celebrated a victor in games, Pi.P.5.22, etc.: generally, rout, band,

κ. Ἐρινύων A.Ag.1189

; of an army,

κ. ἀναυλότατος E.Ph.791

(lyr.);

κ. ἀσπιδηφόρος Id.Supp.390

; band of hunters, Id.Hipp.55; of maidens, Id.Tr.1184; of doves, Id.Ion 1197.
II the ode sung at one of these festive processions, Pi.P.8.20, 70, O.4.10, B.8.103;

μελιγαρύων τέκτονες κώμων Pi.N.3.5

, cf. Ar.Th.104, 988 (both lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κῶμος — revel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμος — revel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι …   Dictionary of Greek

  • Κῶμε — Κῶμος revel masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμε — κῶμος revel masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶμοι — Κῶμος revel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμοι — κῶμος revel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶμον — Κῶμος revel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμον — κῶμος revel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώμοιο — Κῶμος revel masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώμοις — Κῶμος revel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”